- διομήτωρ
- διομήτωρ, η (Α)1. η μητέρα τού Δία2. (κατά τους Πυθαγόρειους) η ονομασία τής δυάδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < διο-* + -μήτωρ < μήτηρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διομήτορα — διομήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek